διατοξεύσιμον

διατοξεύσιμον
διατοξεύσιμος
that can be shot across
masc/fem acc sg
διατοξεύσιμος
that can be shot across
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διατοξεύσιμος — διατοξεύσιμος, ον (AM) μσν. αυτός που δεν αντέχει στον έλεγχο τής λογικής αρχ. 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν τοξεύσει 2. αυτός που βρίσκεται σε απόσταση βολής τόξου («συναιρήσων τὴν διατοξεύσιμον χώραν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”